πηγάδα

πηγάδα
πηγάς
hoar-frost
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πηγάδα — η, Ν πλατύ, μεγάλο πηγάδι, από το οποίο η άντληση τού νερού γίνεται με μηχάνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηγάδι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κανάτ α)] …   Dictionary of Greek

  • πηγάδα — η μεγάλο πηγάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Maro Douka — Born 1947 Chania, Greece Occupation Novelist Nationality Greek …   Wikipedia

  • Meligalas — Μελιγαλάς Location …   Wikipedia

  • Δούκα, Μάρω — Χανιά 1947 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1974 κυκλοφόρησε η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο Η Πηγάδα, Κάτι άνθρωποι, Που ‘ναι τα φτερά. Θεωρείται από τις σημαντικότερες εκπροσώπους του σύγχρονου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”